“ Κόοοολιαντα μπάμπου μ΄κόλιαντα ”
“ Κόοοολιαντα μπάμπου μ΄κόλιαντα ”
Πόσες μνήμες δεν ξυπνούν μέσα μας αυτά τα λόγια ! Μνήμες που έμειναν βαθειά χαραγμένες στο υποσυνείδητο και είναι συνδεδεμένες με πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα, καταστάσεις.
« Τα περασμένα αγρυπνούν μέσα μας και είμαστε την κάθε στιγμή ότι υπήρξαμε. Εκείνος που είπε ΄κατέχουμε αιώνια το χαμένο΄ είπε μια μεγάλη αλήθεια. Ανάμεσα στο παρόν, ανάμεσα στη ροη των καθημερινών στοχασμών μας . μέσα στον ενδιάμεσο λόγο, που εκφράζει με την αέναη μυστική παρουσία του τον πιο αδέσμευτο εαυτό μας ολοένα και βγαίνουν στο φως τα νησάκια του παρελθόντος , ύφαλοι που η φυρονεριά τους διαγράφει στο μέγα πέλαγος …
Τα παιδικά χρόνια δεν είναι πια μια ασταμάτητη διαδοχή εικόνων , αλλά μερικές εικόνες , οι πιο αγαπημένες , οι πιο βεβιωμένες οι τελειότερες…. » Ι.Μ.Π.
Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς με τα προεόρτιά τους και τα μεθεόρτιά τους , είναι για τα παιδιά οι πιο βεβιωμένες , οι πιο αγαπημένες. Όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα τόσο και πιο έντονη ήταν η ανυπομονησία όλων ημών των παιδιών .
Σχέδια , προγράμματα , που θα κοιμηθούμε την παραμονή των καλάντων , τι καρναβάλια θα ντυθούμε την πρωτοχρονιά και τέτοια πράγματα συζητούσαμε στις μικρές μας παρέες.
Απ΄ τη γιορτή του Αι Σπυρίδωνα και μετά , λαλούσαμε τα κουδούνια . Μικρές ομάδες 3 - 4 παιδιών παίρναμε τα κουδούνια που είχαμε στο σπίτι για τα πρόβατα ή τα γίδια διαλέγαμε τα καλύτερα , τα ποιο εύηχα , παίρναμε και τα κυπριά που ήταν για τα γίδια και ανεβαίναμε στην ντραγασιά ( έτσι λέμε το λόφο που είναι πάνω απ΄ το χωριό ). Τ΄ άλλα παιδιά απ΄ τον πέρα μαχαλά ( τα μπιρατνά ) ανέβαιναν στο λόφο του Αι Δημήτρη. Κουνούσαμε ρυθμικά και δυνατά τα κουδούνια και τα κυπριά και φωνάζαμε: « Μπιρατνά κουλουβά στουν πέεερα μαχαλά » Το ίδιο έκαναν και τ΄άλλα παιδιά . Αυτό γινόταν το απόγευμα κυρίως μετά το απογευματινό σχολείο Αφήναμε τη σάκα , παίρναμε μια φιλιώτα ξερό ψωμί – άιντε και λίγο τυρί , τα κουδούνια στο άλλο χέρι και ανεβαίναμε στους λόφους . Το θέμα συζήτησης την άλλη μέρα ήταν τίνων τα κουδούνια ακούστηκαν ποιο δυνατά και πιο καθαρά τα λόγια . Πλησιαζοντάς τα Χριστούγεννα και τα κόλιαντα κάναμε σχέδια και ετοιμασίες. Οι ετοιμασίες αφορούσαν τις τζιουμάκις και τα τρουβάδια . Φτιάχναμε καινούργιες τζιουμάκις άμα τις χάναμε ή βάζαμε αυτές που είχαμε να μουσκέψουν . Τα σχέδια είχαν να κάνουν με το ποιες πόρτες θα ρουπουτήσουμι δυνάτα ή και να τις σπάσουμε γιατί οι νοικοκυραίοι πέρσι δεν μας άνοιγαν ή μας έδιναν λίγα κόλιαντα.
Επίσης σχεδιάζαμε σε ποιο σπίτι θα συγκεντρωθούμε για να ξενυχτήσουμε και να ξεκινήσουμε για τα κόλιαντα.
Θυμάμαι μια χρονιά συγκεντρωθήκαμε στο δικό μου σπίτι . Ο Γιώργος τ΄ Ζαχαρία, ο Φανούλ΄ς τ΄ Ζιάτα, ο Λάκης τ΄ς Αρμιόν΄ς, ο Θωμάς τ΄ς Θανασούλας κι εγώ.
Από νωρίς η μάνα μου άναψε τη σόμπα , άναψε τη γκαζόλαμπα και σε λίγο ήρθαν οι κολιαντάδες . « Ήρθαν οι μικροί καλανδισταί. Οι καλανδισταί του Παπαδιαμάντη . Είναι των αδυνάτων αδύνατο, καθώς φαίνεται , να μη τον θυμηθούμε κάθε χρονιά τέτοιες μέρες. Ακόμη και του πιο ψυχρού ανθρώπου η καρδιά αιθριάζει . Ανοίγεται σε κάποια τρυφερότητα . Και μέσα σε κείνη την τρυφερότητα βρίσκει τον τόπο του και ο Παπαδιαμάντης »
Έβγαλαν έξω στη σάλα τα τρουβάδια με τις τζιουμάκις του ο καθένας και καθίσαμε στα αχυρένια στρώματα. Τα καλωσόρισε η μάνα μου όπως ισως μόνο αυτή μπορει να κάνει με την ήρεμη γλυκιά φωνή της . Έβαλε κάστανα στη σόμπα να ψηθούν. Εμείς παίζαμε χαρτιά - ξερή - , λέγαμε αστεία , γελούσαμε. Ωραίες, ανεπανάληπτες στιγμές .
« Είναι χρήσιμο να θηρεύει κανείς τις ωραίες στιγμές . Ακόμα και η πιο παιδεμένη ζωή μπορεί να έχει μερικές ωραίες στιγμές » Ι.Μ.Π.
Παίζαμε το μουτζούρι, βαφόμασταν, ξεκαρδιζόμασταν απ΄ τα γέλια . Όταν παίξαμε δε το παιχνίδι « βάψω » και είδαμε το φίλο μας να βάφεται να μουτζουρώνεται χωρίς να το καταλαβαίνει, λυθήκαμε από το γέλιο.
Η ώρα περνούσε, πλησίαζαν μεσάνυχτα. Μάταια η μάνα μου προσπαθούσε να μας πείσει να κοιμηθούμε για να μας ξυπνήσει στης 3 το πρωί για να πάμε για κάλαντα . Μας έριξε τις βελέντζες στα κρεατιά , χαμήλωσε τη γκαζόλαμπα, έβαλε ξύλα στην θερμάστρα. Εμείς γελούσαμε,γκαργκαλιούμασταν , γαργάλευε ο ενας τον άλλον, κάναμε τζιαντίρια τις βελέντζες , λέγαμε για φαντάσματα και για τζίνια που θα μας έτρωγαν κι άλλα τέτοια παιδιάστικα. Τελικά …. δεν καταφέραμε να κοιμηθούμε .
Στις 3 η ώρα σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε Τι ντυθήκαμε δηλαδή μόνο το σακάκι μας και τα παπούτσια μας βάλαμε, φορέσαμε γάντια, μόνο ένας είχε ,πήραμε τις τζιουμάκις με τα τρουβάδια και κινήσαμε .
Η μάνα μας είπε να πούμε τα κόλιαντα πρώτα εκεί στο σπίτι μας Μας έδωσε από μια κουλιαντίνα. Ποιος δεν ξέρει την κουλιαντίνα ; Είναι ένα αρτοσκεύασμα σα μπουμπούκου , που το έφτιαχναν οι νοικοκυρές για τη συγκεκριμένη βραδιά , που θα τη μοίραζαν στους κολιαντάδες τους καλανδιστές του Παπαδιαμάντη .
Οι καλύτερες κουλιαντίνες ήταν αυτές που ήταν κλούρες και είχαν και στραγάλια ή ρεβίθια πάνω τους Το κάτω μέρος τους ήταν ψημένο με λάδι και μύριζε ωραία.
Πήραμε τις τζιουμάκις κι τα σακούλια μας και ξεκινήσαμε. Ένας από την παρέα είχε και ένα φακό που έκανε δέσμη ακτίνων για βλέπουμε στα δύσκολα σημεία των δρόμων . Τον δοκιμάσαμε σ΄ένα τοίχο αν κάνει « ντάμκα » ( βούλα δηλ. συγκλίνων φακός) .Βγαίνοντας απ΄το σπίτι νιώσαμε την πρώτη ψύχρα αλλά ακόμα ήμασταν ζεστοί κι αντέχαμε. Ο δρόμος είχε πάχνη και τα λαστιχένια παπούτσια κριτσούσαν πάνω στον πάγο. Πήγαμε και χτυπήσαμε την αυλόπορτα του σπιτιού και αρχίσαμε το τραγούδι:
« Κόλιαντα μπάμπου μ΄κόλιαντα κι εμένα κουλιαντίνα
Κι εμένα την τρανήτερη κι τώρα κι του χρόνου
Κι σαν δεν έχεις κόλιαντα δος μας ένα σιτζούκι
νάναι τρανό νάναι χοντρό νάναι ζαχαρουμένο
Κι σαν δεν εχεις κόλιαντα δος μας τη θυγατέρας.
Κι τι τη θες βρε γάιδαρη τη θκιά μ΄τη θυγατερα;
Να τη φιλώ, να την τσιμπώ να μοι ζεσταίνει το βράδυ ».
Ωσπου να σώσουμε το τραγούδι, βγήκε η νοικοκτρά κρατώντας μια πιρπατιάρου γκαζόλαμπα και μια κανέστρα που μέσα είχε κουλιαντίνις. Μας καλωσόρισε λέγονταςμας « Βρε καλώς τα, βρε καλώς τα, άιντε και χρονάκια σας » Οσο ήμασταν κοντά στην λάμπα η φλόγα της φανέρωνε και μεγάλωνε την ανάσα μας που έβγαινε απ΄ το στόμα μας σαν καπνός . Μας έδωσε κόλιαντα και φύγαμε. Πήγαμε στο διπλανό σπίτι. Τα ίδια λόγια κι εκεί , τα ίδια και παραπέρα. Εδώ μας έδωσαν κάχτες και μύγδαλα, στο παράλλο κάστανα και κουλιαντίνις. Λέγαμε και παινέματα για το νοικοκύρη του σπιτιού και για τα πρόσωπα του σπιτιού, ανάλογα την περίπτωση. Στο σπίτι που είχε κόρη της παντρειάς λέγαμε:
« Εδώ σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ έχουν χίλια προβατα κι δυό χιλιάδες γίδια
εδώ έχουν κόρη για παντρειά, κόρη ν΄αρραβωνιάσουν.
Της τάζουν γιό του βασιλιά, δε θέλω γω του Ρήγα
μον θέλω τα, αρχοντόπουλο απού μέσα απου την πόλη
που κοσκινίζει τα φλουρια κι δερμονίζει τα γρόσια»
Στο σπίτι που τ΄ αφεντικό είχε πολλά πρόβατα λέγαμε ανάλογα παινέματα :
« Αφέντη μου στην κάπα σου πέντε χιλιάδες ψείρες
άλλις γιννούν, άλλις κλουσούν κι άλλις αυγομαζώνουν. »
Κάποιες νοικοκυρές μας έβαλαν μέσα στο σπίτι τους σιμά στο τζάκι που ανάδιδε γιορτασιμη φλόγα ή κοντά στη σόμπα και μας φίλεψαν σαλιάρια, γλυκό, κουλουράκια και μας έβαζαν «να βγάλουμε πλια ». Σιουμπούσαμι ( συνδαυλίζαμε ) με τις τζιουμάκις τη θράκα στο τζάκι ή τη σόμπα και λέγαμε:
« Τσου τσου πλιά, αρνιά, κατσίκια, γκόλιβα πιδιά. »
Δε σηκωνόμασταν αμέσως καθόμασταν για να κάθοντι οι κότσικις ( κλώσσες )και να μη κφίσουν τ΄αυγά. Όπου είχε παλληκάρι για παντρειά, λέγαμε:
« Σαν κίνησιν ου νιούτσικους να πάει ν΄αρραβουνιάσει
βρίσκει τουν τύρναβου θουλό τουν πόρου χαλασμένου
Στέκει κρατάτον μάυρο του, σκύβει και τον ρωτάει
Δύνεσαι μάυρε μ΄δύνεσαι πέρα να μ΄απεράσεις;
Δύνομαι άφεντη μ΄δύναμαι πέρα να σ΄απεράσω
αρτύρησέ με την ταΪσιά σαρανταπέντε χούφτες
και πάτα στ΄αργυρό ζυγγί και ριξ΄απά στη σέλα
να τιναχτώ να συναχτώ πέρα να σ΄απεράσω ».
Τα ίδια παινέματα τα λέγαμε και τη μέρα της πρωτοχρονιάς, όταν πηγαίναμε για κάλαντα ντυμένοι καρναβάλια. Πήγαμε σ΄όλα τα σπίτια του χωριού. Το κρύο όλο και δυνάμωνε . Τ΄ αυτιά μας δεν τα ορίζαμε, απ΄τη μύτη μας έτρεχε μύξα που τη γλύφαμε, τα πόδια παγωμένα, τα χέρια το ίδιο ξερά .Στο σπίτι που είχε μαύρο σταυρό και πενθούσε κάποιο προσφιλές πρόσωπο, δεν πηγαίναμε να χτυπήσουμε και να πούμε κόλιαντα. Φοβόμασταν μη σκουθεί ου πιθαμένους κι μας πάρ΄κι μας . Ο τρουβάς γέμιζε σύκα,κάστανα, κάχτις, μύγδαλα,κουλιαντίνις, κουλουράκια, κι επειδή δεν μπουρούσαμε να πιάσουμε τα κουραμπιέδια, τα ρίχναμε μέσα στουν τρουβά . Αυτά διαλύουνταν και η άχνη τους κάλυπτε όλα τα΄άλλα καλούδια. Το πρωί, αφού περπατήσαμε όλο το χωριό, γύρισα στο σπίτι μου παγωμένος, μυξουμένους, μα πάνω απ΄ όλα ευχαριστημένος, σχεδόν ευτυχισμένος .Άδειασα πάνω στο στρώμα τον τρουβά και άρχισα να μετρώ πόσες κόλιαντίνις μάζεψα, πόσα σύκα, πόσα πορτοκάλια, πόσα καρύδια, πόσα μύγδαλα. Μετά βγήκα στο χωριό , συναντήθηκα με την παρέα μου μιλήσαμε για την συγκομιδή των καλουδιών . Απλές χαρές, παιδιάστικες σκέψεις, ξεγνοιασιά, ανεμελιά. Τότε ήμασταν χαρούμενοι με το παραμικρό, με το πιο απλό.
Σήμερα; .. Τι κάνουμε σήμερα;
Για πάρτε τις τζιουμάκις , σας στα κόλιαντα να πάμε ….. πρίν η μνήμη γίνει η καθημερινή μας τροφή και η αναπόληση η μόνη μας χαρά .
« Επιστρέφουμε στα εξωραϊσμένα ή και στα από μόνα τους ωραία παιδικά χρόνια. Και τ΄ανακαλούμε στη συνείδησή μας με τόσο ζωηρότερο πάθος όσο η απόσταση που μας χωρίζει από εκείνα είναι μεγαλύτερη. » Ι.Μ.Π.
Κόοοολιαντα μπάμπου μ΄κόλιαντα
Και τα χρουνάκια μας ._
Του Κωνσταντίνου Β. Μπάμπα